Επιστήμονες, δαίμονες και μάγισσες


Της Έφης Ασημακοπούλου*

Ας μεταφερθούμε σε ένα αμφιθέατρο πανεπιστημίου του 16ου ή του 17ου αιώνα, στο οποίο διδάσκοντες και ακροατήριο συζητούν για δαίμονες και μάγισσες με όλο το επιστημονικό κύρος που απαιτούσε ένας τέτοιος διάλογος στην πρώιμη νεότερη -και όχι μεσαιωνική- Ευρώπη. Για παράδειγμα, στο πανεπιστήμιο του Wittenberg, τη δεκαετία του 1620, εκτιμήθηκε πως οι πρακτικές των μαγισσών εμπίπτουν στη διδακτέα ύλη της Φυσικής, δεδομένου ότι, αν και η φύση του διαβόλου απασχολούσε τα θεολογικά τμήματα, τα ενεργούμενα υποκείμενά του και οι δράσεις τους σίγουρα έπρεπε να εξεταστούν. Ακούγεται παράδοξο, αλλά ήταν εντελώς πραγματικό - παρά την κυρίαρχη αφήγηση της μοντερνικότητας περί επιστημονικής επανάστασης, η οποία αναπαράγει τον μύθο του διπόλου επιστήμη vs δεισιδαιμονία.
Η γραμματεία των δαιμονολογιών έχει αρχίσει να μελετάται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, προσφέροντας εξαιρετικά χρήσιμο υλικό στους ιστορικούς και φιλόσοφους της επιστήμης. Πλήθος παραδειγμάτων καταδεικνύουν ότι η συζήτηση αφενός για τα μεθοδολογικά ρεύματα της εποχής εκείνης και αφετέρου της ύπαρξης των μαγισσών, οι οποίες έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά για τη μιαρή συμφωνία τους με τον διάβολο, διεξαγόταν σε υπολογίσιμο εύρος ως ενιαία. Όπως διακρίνουμε, το περιεχόμενο των νέων μεθοδολογιών αλληλεπιδρά (για πολλούς και σύνθετους λόγους) με αντιλήψεις που δέχονται ακλόνητα ή αρνούνται κατηγορηματικά τη νυχτερινή πτήση της μάγισσας ή τη σαββατική σύναξη (Black Sabbath). Στη διάρκεια των προαναφερόμενων αιώνων κορυφώνεται το κυνήγι των μαγισσών. Ας σημειωθεί ότι στην Αγγλία της Παλινόρθωσης, όπου εξελίσσεται κατά κύριο λόγο η επιστημονική επανάσταση, οι εκτελέσεις αποφασίζονται κυρίως από τα πολιτικά δικαστήρια και η νομολογία του κράτους ορίζει τη δαιμονική μαγεία ως έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Στις δίκες συχνά χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι της εμπειρικής μεθόδου για την καταδίκη των «ένοχων» γυναικών, που, κατά συντριπτική πλειονότητα και για πολλούς λόγους, αποτέλεσαν τα θύματα αυτής της μανιώδους θηριωδίας.
Ο Στιούαρτ Κλαρκ, στο έργο του «Thinking with Demons: The Idea of Witchcraft in Early Modern Europe» (1999) ερευνά τις φαινομενικά μόνο αδύνατες και εντέλει δυνατές συνδέσεις ή, ακριβέστερα, τον εναγκαλισμό μεταξύ της πειραματικής παρατήρησης και της δαιμονολογίας ως στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης. Όπως μας λέει, «Με μια πρώτη ματιά, δεν υπάρχει σφοδρότερη αντιπαλότητα από αυτήν -που εύκολα σήμερα επισημαίνουμε- μεταξύ επιστήμης και δαιμονολογίας. Ωστόσο, μεταξύ του 15ου και του 18ου αιώνα, αν αγνοήσουμε κάποια πολύ σημαντικά ηθικά ζητήματα που απασχολούσαν τη σκέψη των λογίων και των ερευνητών, η δυνατότητα ύπαρξης και ένταξης της μαγείας στον φυσικό κόσμο κυριαρχούσε στις συζητήσεις».
Η δαιμονολογία ταυτιζόταν με τη μελέτη σημαντικού μέρους της φυσικής τάξης, καθώς -κατά τις πεποιθήσεις της εποχής- προϋπέθετε την ύπαρξη της δαιμονικής δράσης. Το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στο ερώτημα αν υπήρχαν πράγματι οι δυνατότητες ώστε να επιτευχθούν τα αποτελέσματα που αποδίδονταν στους δαίμονες και στις μάγισσες. Μπορούν άραγε οι μάγισσες να πετάξουν; Έχουν σεξουαλικές επαφές με τους δαίμονες; Διαθέτουν την ικανότητα να μεταμορφώσουν τους εαυτούς τους ή άλλους ανθρώπους σε ζώα; Καταφέρνουν να προκαλέσουν καταιγίδες με ξόρκια και τελετές; Eυθύνονται για την ασθένεια ή ακόμα και τον θάνατο κάποιων εκτοξεύοντας κατάρες; Τα ίδια ερωτήματα, εντούτοις, τα συναντάμε σπάνια από τους λόγιους του Μεσαίωνα, καθώς ο Canon Episcopi, ένας πολύ ισχυρός εκκλησιαστικός κανόνας από τον 9ο αιώνα, απαγόρευε την πίστη στην ύπαρξη της μαγείας, θεωρώντας ότι οφειλόταν σε διαβολική παραίσθηση και πειρασμό.
Πολύ αργότερα, λοιπόν, η διένεξη σχετικά με τα αντίστοιχα ζητήματα εστιαζόταν στη διερεύνηση της πιθανότητας κάποια παράξενα φυσικά φαινόμενα να λαμβάνουν χώρα στον πραγματικό κόσμο, την ανακάλυψη των νόμων της αιτίας και του αποτελέσματος στα οποία υπακούουν και, τέλος, στη διαπίστωση αν παραβιάζουν ή όχι τους φυσικούς νόμους. H δαιμονολογία -όπως και η αλχημεία- έχει αντιμετωπιστεί ως αποκρυφιστική ή ψευδοεπιστήμη και ως εκ τούτου ασύμβατη με την επιστημονική οπτική και πρόοδο. Θεωρείται προϊόν δεισιδαιμονίας, νοσηρού παραλογισμού ή συλλογικής διαταραχής. Αλλά η Ιστορία καθώς και η Ανθρωπολογία των Επιστημών δείχνουν ότι τα όρια μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού καθορίζονται, εκτός άλλων παραγόντων, από την κουλτούρα συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και αποκτούν τοπικά χαρακτηριστικά. Η οντολογία του δαιμονικού έπαιρνε τότε αντίθετη κατεύθυνση συγκριτικά με τη σημερινή θέση. H προσέγγιση αρκετών πρωταγωνιστών της επιστημονικής επανάστασης καθιστά τους δαίμονες και, κατά μείζονα λόγο, τις μάγισσες υπαρκτές οντότητες, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι ενεργούν σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Προσπαθούν να κάνουν τα μαγικά τους με ένα σωρό ασυνήθιστους χειρισμούς των φαινομένων, αλλά εξακολουθούν να δρουν εντός του πλαισίου της γενικής κατηγορίας του φυσικού. Όπως αναφέρεται από θεωρητικούς της δαιμονικής μαγείας εκείνης της περιόδου, οι δαίμονες δεν μπορούν να εμφανίσουν ή να προκαλέσουν φυσικά φαινόμενα αν τα φυσικά αίτια δεν είναι παρόντα. Αδυνατούν να υπερβούν τη δημιουργία του Θεού. Συνεπώς, ούτε οι μάγισσες δύνανται να πραγματοποιήσουν οτιδήποτε ξεπερνά τους νόμους της φύσης. Για τους ίδιους, σε αντίθεση με τη σημερινή θεώρηση, το να μη γίνεται δεκτή η ένταξη της μαγείας στο πλαίσιο των λειτουργιών της φύσης αποτελεί παραδοξότητα, πρόληψη και παραλογισμό.
Η δαιμονολογία, όπως φαίνεται, εξαρτιόταν από μια καθιερωμένη κατάτμηση των φαινομένων, καθώς και από την επιβεβλημένη αναζήτηση της αιτιότητας, δηλαδή της αιτιώδους συνάφειας που διαπερνά τα φυσικά φαινόμενα. Η θεωρία για τη δαιμονική μαγεία προϋπέθετε την υποστήριξη από μέρος της επιστήμης της εποχής και από έναν ριζοσπαστικό νατουραλισμό. Αυτός ο νατουραλισμός ενισχύθηκε από τη σύγκριση και σε αρκετές περιπτώσεις την παρομοίωση του διαβόλου με κάποιον πολύ δυνατό και έμπειρο γνώστη ακόμα και των απόκρυφων ιδιοτήτων (occult qualities) των φυσικών πραγμάτων. Βεβαίως, να διευκρινίσουμε ότι το απόκρυφο τότε για τους ερευνητές δεν σχετίζεται με τη σημερινή χρήση της έννοιας. Για παράδειγμα, ο «πατέρας» της σύγχρονης επιστήμης, ο Φράνσις Μπέικον, αντιμετώπιζε τις απόκρυφες ποιότητες όχι ως ειδική περίπτωση, αλλά ως παράλληλες άγνωστες ιδιότητες της φύσης, που όμως οδηγούν σε κάποιο λογικό νόημα και φυσικό ορατό αποτέλεσμα. Παράλληλα, πληθώρα υπερασπιστών του εμπειρικού ελέγχου και μέλη της Βασιλικής Εταιρείας επιχειρηματολογούσαν για την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη της δαιμονικής μαγείας. Αυτό που διαπιστώνει ο Κλαρκ με την πολυετή έρευνά του είναι ότι οι ειδικοί της δαιμονικής μαγείας επισήμαιναν με κάθε τρόπο την ανάγκη να μεταφερθεί η εμπειρογνωμοσύνη της Φυσικής Φιλοσοφίας στο γνωστικό τους αντικείμενο. Τα έργα των αγγέλων και των δαιμόνων αποτελούσαν κρίσιμα ζητήματα για τη Φυσική Φιλοσοφία στο σύνολό της.
Αντιλαμβανόμαστε από την αγωνιώδη προσπάθεια αποσαφήνισης και χάραξης των διακριτών ορίων μεταξύ του δυνατού και του αδύνατου, μεταξύ του supernatural, του preternatural και του φυσικού -με δεδομένη τη θέση των δαιμόνων εντός της φυσικής τάξης- ότι η πρώιμη μοντέρνα επιστημονική σκέψη έδινε στη δαιμονολογία έναν προνομιακό ρόλο εφόσον συνέβαλλε ενεργά στη συζήτηση για το «άυλο». Η επείγουσα εξερεύνηση του δαιμονικού εντασσόταν στην επιτακτική ανάγκη της επανεξέτασής του και της κατηγοριοποίησής του στη διερευνούμενη και καταμερισμένη τάξη των φαινομένων, στο πλαίσιο της επανεννοιολόγησης και αναταξινόμησης της φυσικής γνώσης, σε ένα πνευματικό περιβάλλον θεολογικών, φιλοσοφικών αλλά και πολιτικών συμπορεύσεων ή έντονων διαξιφισμών.

Πηγή:  Η Αυγή

* Η Έφη Ασημακοπούλου είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις